- -ώνω
- ΝΜ1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε -όω, -ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ-ώνω < ἐλευθερ-όω, -ῶ, θεμελι-ώνω < θεμελι-όω, -ῶ, κυρτ-ώνω < κυρτ-όω, -ῶ, ορθ-ώνω < ὀρθ-όω, -ῶ)2. κατάληξη ρημάτων τής Νεοελληνικής και τής Μεσαιωνικής που προέρχονται από επίθετα και τών οποίων η σημασία προσδιορίζεται από το αντίστοιχο επίθετο (πρβλ. κρυ-ώνω < κρύος, μεγαλ-ώνω < μεγάλος)3. κατάληξη ρημάτων τής Νεοελληνικής που έχουν παραχθεί από ουσιαστικά ή επιρρήματα και σημαίνουν «βάζω, τοποθετώ, ρίχνω, φέρνω κάτι στο μέρος, ή κάνω ενέργεια, που δηλώνει το ουσιαστικό ή το επίρρημα (πρβλ. αυλακ-ώνω < αυλάκι, κλειδ-ώνω < κλειδί, λαδ-ώνω < λάδι, μαντρ-ώνω < μάντρα, σπιτ-ώνω < σπίτι, χαντακ-ώνω < χαντάκι).
Dictionary of Greek. 2013.